“Ο takis ξεκίνησε από το Κιάτο και έφτασε στα κορυφαία θέατρα του κόσμου…
Πριν από λίγο καιρό η Εθνική Λυρική Σκηνή βρέθηκε για μια βραδιά στο επίκεντρο της διεθνούς κοινότητας της όπερας. Κατέφθασαν στην Αθήνα μερικοί από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες, οργανισμούς, ιδρύματα και εταιρείες ηχογραφήσεων από ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν η σειρά μας να φιλοξενήσουμε την τελετή απονομής των International Opera Awards 2025, κάτι σαν τα Όσκαρ της όπερας, με υποψηφιότητες από είκοσι πέντε χώρες και πέντε ηπείρους. Η τελετή πλαισιώθηκε από ένα άκρως ελληνικό καλλιτεχνικό πρόγραμμα, ενώ ανάμεσα στους υποψηφίους για τα είκοσι ένα βραβεία ήταν και ένα ελληνικό όνομα.
Ο takis, που όλοι γνωρίζουν με το μικρό του όνομα, με το οποίο υπογράφει, ένας από τους κορυφαίους σκηνογράφους-ενδυματολόγους της όπερας διεθνώς, ο οποίος τη σεζόν Αύγουστος 2024-Αύγουστος 2025 υπέγραψε πέντε σημαντικές παραγωγές σε Σκωτία, Αγγλία και Φινλανδία, βρισκόταν στην τελική πεντάδα υποψηφίων για το βραβείο καλύτερου σχεδιαστή. Τον συναντήσαμε λίγες ώρες πριν από την απονομή και του ζητήσαμε να μας πει την πολύχρωμη και γεμάτη μελωδίες ιστορία του.
— Ας πάμε πίσω. Ξεκίνησες από το Κιάτο Κορινθίας.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κιάτο. Η μητέρα μου ήταν συμμαθήτρια με τον Άγγελο Παπαδημητρίου. Ήταν πολύ δεμένοι. Ήμουν το τρίτο της παιδί και κατάλαβε από νωρίς ότι είχα άλλα ενδιαφέροντα από τα αδέλφια μου. Ζωγράφιζα από μικρός, με τραβούσε η όπερα στην τηλεόραση, οι ασχολίες μου ήταν διαφορετικές από των υπολοίπων. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, που ήταν συμμαθητής με τη μητέρα μου και ήταν πολύ δεμένοι, με είχε ως προστατευόμενό του. Από την άλλη, ήταν φίλος της και ο Κώστας Πανιάρας, ο οποίος με πήρε στο ατελιέ του στα 6 μου χρόνια και μου έδωσε καβαλέτα και πινέλα για να ζωγραφίζω. Μέχρι που στα 12 μου, η Λίζα, μια οικογενειακή φίλη από το Πολιτιστικό Κέντρο Κιάτου, μέλος της ομάδας Σικυώνια Σκηνή που ανέβαζε παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο της Σικυώνας με έπεισε να συμμετάσχω. Στα 14 μου έκανα τα πρώτα μου κοστούμια αλλά και τις χορογραφίες για τους «Βατράχους». Ο σύλλογος πήγαινε κάθε χρόνο στην Ιταλία για να συμμετάσχει στο International Student Ancient Greek Drama Festival στο Palazzolo Acreide των Συρακουσών της Σικελίας, αλλά έκανε και τουρνέ σε Μιλάνο, Πάντοβα, Παβία, Πάρμα. Βλέποντας την κλίση μου, ο Πανιάρας μού απαγόρευσε να πάω σε Σχολή Καλών Τεχνών που δεν είχε εξειδίκευση στα σκηνογραφία από το πρώτο έτος. Πράγματι, στα 16 μου ήταν ξεκάθαρο τι ήθελα να κάνω. Ευτυχώς ο Πανιάρας αλλά και ο Παπαδημητρίου είχαν μεγάλη επιρροή στη μητέρα μου.
— Κι έτσι η οικογένεια πείστηκε να σε στείλει να σπουδάσεις σκηνογραφία;
Πάντα με προτροπή του Πανιάρα, ο οποίος μου έκανε μαθήματα, μέσα από τα οποία προσπαθούσε να απελευθερώσει το χέρι μου, και με κατεύθυνε σε σχολές. Κατέληξα στο Βουκουρέστι. Χρειάστηκε να μάθω ρουμανικά και ετοίμασα ένα portfolio. Έδωσα εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών και πέρασα. Έμεινα εκεί τέσσερα χρόνια με υποτροφία του ΥΠ.ΠΟ.
— Η Ρουμανία, νομίζω, είχε παραμείνει στην παράδοση της ζωγραφικής σκηνογραφίας με τα βαριά φόντα. Τι αποκόμισες από την παλιά σχολή;
Με εντυπωσίασε πολύ. Ήμασταν ένα εργαστήριο το πολύ 8-10 ατόμων, με μια σόμπα, και κάναμε μόδα, κεραμική, τα πάντα. Στρατιωτική πειθαρχία, καθημερινά 8 το πρωί με 8 το βράδυ, με μία ώρα διάλειμμα το μεσημέρι. Ανατομία, προοπτική, το κοστούμι μέσα από αναλύσεις τέχνης και μέσα από τον χορό, η εξέλιξή του μέσα στα χρόνια, και happenings. Υπέροχα χρόνια. Πριν τελειώσω το τέταρτο έτος, ο Κώστας μού λέει: «Του χρόνου θα πας Βερολίνο». Ψάχνω και βρίσκω ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα για καλλιτέχνες και φτάνω το 2001 στη Γερμανία. Ήταν η εποχή της installation art, γινόταν χαμός. Έκανα διάφορα εργαστήρια, παρακολούθησα πολλή όπερα. Μέρος της υποτροφίας μου ήταν και η υποχρέωση να διδάσκω σε παιδιά σε πολιτιστικά κέντρα. Μια άλλη υποχρέωσή μας ήταν να συναντιόμαστε ανά τρίμηνο οι 20 υπότροφοι και να κάνουμε ένα ομαδικό workshop. Μέσα σε αυτό το διάστημα των τριών μηνών έπρεπε να πετύχεις τους στόχους που είχες συμφωνήσει με τους συμβούλους σου. Μετά αποφάσισα να πάω στη Royal Academy of Dramatic Arts (RADA) του Λονδίνου.
— Εργάζεσαι ακατάπαυστα από το 2004 μέχρι σήμερα. Τι έμαθες να μη θεωρείς δεδομένο;
Αυτό που δεν είναι δεδομένο στα κοστούμια είναι ότι αυτό που θα σχεδιάσω θα το δω στη σκηνή. Λόγω των ερμηνευτών, δεν ξέρεις τι θα προκύψει στο fitting. Γι’ αυτό θέλω να ξέρω ποιος θα παίξει κάθε ρόλο, για να μη σχεδιάζω ουτοπικά. Κάθε ηθοποιός έχει διαφορετική προσωπικότητα, είναι διαφορετική οντότητα. Αυτό με εξιτάρει, μου δίνει μια ελευθερία. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να αποδείξω κάτι, είναι μια δουλειά που κάνω χρόνια. Με εξιτάρει να βρω την αλήθεια μου, όσο μπορώ. Κάθε φορά να το κάνω όσο πιο δυνατό μπορώ.
— Έχεις απογοητευτεί ποτέ από το αποτέλεσμα;
Είμαι τελειομανής αλλά και ειλικρινής με τον εαυτό μου. Μπορεί να απογοητευτώ από τις λεπτομέρειες. Όταν τελειώσω μια δουλειά, ξέρω πού την έχω φτάσει.
— Σημασία έχει το budget ή άλλοι παράγοντες;
Για μένα σημασία έχει το ταξίδι. Το αν θα καταφέρω να πείσω την ομάδα μου να ακολουθήσουμε όλοι μαζί το όραμά μου. Μπορώ να τους κάνω όλους να δουν αυτό που έχω στο μυαλό μου όχι ως κάτι άψυχο αλλά ως κάτι ζωντανό, να με ακολουθήσουν σε αυτό που επιδιώκω να πετύχω; Θα με κάνουν ευτυχή αν δώσουν ένα κομματάκι της ψυχής τους.
— Πώς σου φαίνεται η ανάμειξη εποχών στο σύγχρονο θέαμα και στον κινηματογράφο;
Το έκαναν ο Γκαλιάνο και η Ρέι Καβακούμπο πριν το κάνουν στο σινεμά και στις σειρές. Συνδεόμαστε με τη μόδα, η μόδα είναι τέχνη.
— Εσύ ποια περίοδο λατρεύεις;
Οι εμμονές μου είναι σε άλλες λεπτομέρειες. Τα σώματα, να μπορέσω να ανταποκριθώ στο σώμα του κάθε ερμηνευτή. Με εξιτάρουν τα ’20s, τα ’30s, τα ’50s, το μπαρόκ, το ροκοκό. Πάντως, πρέπει να είσαι σωστός στο ανακάτεμα. Δεν είναι τόσο απλό, είναι πιο δύσκολο το ανακάτεμα.
— Μόδα έχεις κάνει;
Όχι, αλλά έκανα μέσω του διδακτορικού μου. Μου έδωσε χώρο το Design Museum του Λονδίνου και του Ελσίνκι, όπου έκανα κάποια fashion installations.
— Στην Ελλάδα έχεις δουλέψει;
Έχω κάνει γύρω στις δέκα με δώδεκα παραστάσεις του Σταμάτη Κραουνάκη. Πρώτη φορά έκανα παιδικό θέατρο στη «Συνωμοσία των λουκουμάδων», σε ποιήματα του Καβάφη. Ήταν μόλις είχα τελειώσει τη RADA και βρισκόμουν εδώ για καλοκαίρι. Θα έκανε το σκηνικό ο Άγγελος Παπαδημητρίου, αλλά προέκυψε μια έκθεση και πρότεινε εμένα. Ένα ολόκληρο μουσικό σχολείο είναι ο Κραουνάκης.
— Τι λείπει μέχρι τώρα από το βιογραφικό σου;
Θα ήθελα να έχω κάνει ένα original score του Φίλιπ Γκλας.
— Ποτέ δεν είναι αργά.
Το πιστεύω. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι οι επιθυμίες μας γίνονται πραγματικότητα.
— Υπάρχει κάτι στη δουλειά σου που προδίδει την ελληνικότητά σου;
Το ταμπεραμέντο μου είναι ελληνικό και με έχει βοηθήσει. Είμαι άνθρωπος με πάθος, ανοιχτός και θετικός, θα έλεγα φιλόξενος. Νομίζω ότι αυτό έχει κάνει πολύ καλό στην καριέρα μου. Και αυτό είναι ελληνικό. Όπως και η εμμονή μου με το φως. Δεν είναι τυχαίο ότι τις πρώτες μου παραστάσεις ως έφηβος τις έζησα σε ένα αρχαίο θέατρο, όπου έβλεπα τον ουρανό, τη γη και τα αρχαία. Όλα μου τα σκηνικά και τα κοστούμια συνδέονται με εκείνες τις εμπειρίες. Τα σκηνικά μου έχουν φως, γι’ αυτό και πάντα εγώ επιμελούμαι τους φωτισμούς τους, κι αυτό νομίζω είναι ελληνικό…”, αναφέρεται μεταξύ άλλων στο lifo.gr

