“Αποκαλυπτική είναι η κατάθεση του 45χρονου βαρυποινίτη, που στις 11 Νοεμβρίου 2021 κατάφερε να αποδράσει από τις φυλακές Κορίνθου και φέρνει στο φως το Iefimerida. Οι τρεις σωφρονιστικοί, ένας αρχιφύλακας και δύο φύλακες (ο ένας είχε υπηρεσία την ώρα της απόδρασης, ενώ ο άλλος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια), ύστερα από μια μαραθώνια διαδικασία, κρίθηκαν προφυλακιστέοι.
Αρχικά, ο 45χρονος βαρυποινίτης, στην κατάθεσή του, μετά την εκ νέου σύλληψή του, περιέγραψε τη μεταγωγή του στις φυλακές Κορίνθου, από το σωφρονιστικό κατάστημα της Πάτρας:
«Τον Φεβρουάριο του 2020 με συνέλαβαν αστυνομικοί της Ασφάλειας Κορίνθου για αποφάσεις που εκκρεμούσαν σε βάρος μου για υποθέσεις απατών. Από τότε είμαι κρατούμενος, αρχικά στο κατάστημα κράτησης Πάτρας, στη συνέχεια στη Χαλκίδα και από τον Μάρτιο του 2021 στο κατάστημα κράτησης Κορίνθου. Η μεταγωγή μου στην Κόρινθο από τη Χαλκίδα πραγματοποιήθηκε έπειτα από δική μου αίτηση, καθώς ήταν μακριά από την οικογένειά μου και οι συνθήκες κράτησης δεν ήταν καλές».
Όπως υποστήριξε, στις φυλακές Κορίνθου συνάντησε έναν σωφρονιστικό που τον γνώριζε και θα μπορούσε να τον βοηθήσει για να είναι η διαβίωσή του πιο εύκολη.
«Βρήκα έναν γνωστό μου υπάλληλο της φυλακής, σωφρονιστικός υπάλληλος, με όνομα Κ.Ι., ο οποίος μου είπε ότι θα με βοηθήσει να μπω στα μεροκάματα και γενικά να είναι η διαβίωσή μου άνετη, κι όλα αυτά λόγω της προηγούμενης γνωριμίας μας, χωρίς κάποιο αντάλλαγμα. Όταν βρισκόμουν με τον Κ., συνήθως παρών στις συζητήσεις μας ήταν και ένας άλλος σωφρονιστικός υπάλληλος, ο Κ.Δ., με τον οποίο ανέπτυξα άμεσα φιλικές σχέσεις. Σε συζητήσεις που είχα πλέον με τον Κ.Δ., διαπιστώσαμε ότι έχουμε πολλούς κοινούς γνωστούς στην Κόρινθο και, περίπου στα τέλη Μαρτίου, μου ανοίχτηκε και μου είπε ότι αν χρειαστώ οτιδήποτε, να μη διστάσω να του πω. Μου είπε να κάνω άμεσα μια αίτηση για να μπω στα μεροκάματα, πράγμα το οποίο έκανα για να δουλέψω στα συνεργεία της φυλακής».
Ο δραπέτης, στην κατάθεσή του, περιέγραψε τον τρόπο αλλά και τα χρήματα που έδωσε, έτσι ώστε να εργαστεί ως μάγειρας. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, έδωσε αρχικά το ποσό των 1.000 ευρώ, χρήματα τα οποία έφερε η σύζυγός του, χρήματα τα οποία πήρε ο σωφρονιστικός σε ένα πάρκινγκ απέναντι από τις φυλακές, μόλις τελείωσε τη βάρδιά του.
«Επειδή ήταν χρονοβόρος διαδικασία έπρεπε να υπογράψει η γιατρός της φυλακής και να συμφωνήσει και ο εισαγγελέας της φυλακής, ο οποίος ερχόταν μια φορά το μήνα, οπότε για να επιταχυνθεί η διαδικασία μού ζήτησε 1.000 ευρώ. Εγώ συμφώνησα μαζί του και ζήτησα από τη γυναίκα μου Α.Γ., σε ένα από τα επισκεπτήρια του Μαρτίου να φέρει τα χρήματα, όπως και έγινε.
Σε πάρκινγκ που βρισκόταν απέναντι από τη φυλακή, η σύζυγός μου έπειτα από δική μου καθοδήγηση συνάντησε τον Κ. μετά το πέρας της εργασίας του περί ώρα 19.00, του έδωσε τα χρήματα και την επόμενη μέρα κιόλας, με φωνάξανε για δουλειά στο μαγειρείο, περί τα τέλη Μαρτίου, και παρόλο που δεν είχα ιατρικό φάκελο που ήταν απαραίτητος».
Το «αλισβερίσι» όμως, πάντα σύμφωνα με την κατάθεση, δεν σταμάτησε εκεί, καθώς ο 45χρονος ζήτησε και κινητό, για το οποίο πλήρωσε επιπλέον 800 ευρώ.
«Του ζήτησα ένα κινητό τηλέφωνο, προκειμένου να μπορώ να βλέπω και να μιλάω με τα 2 ανήλικα παιδιά μου. Ο Κ. μου είπε ότι αυτό που ζητάω δεν είναι τίποτα και κοστίζει 800 ευρώ. Επιπλέον, μου είπε ότι η συσκευή θα έφτανε στα χέρια μου με τον εξής τρόπο: εγώ θα έπρεπε μέσω των δικών μου ανθρώπων εκτός φυλακής να ετοιμάσω τη συσκευή την οποία θα παρέδιδαν σε μία αλλοδαπή γυναίκα στην πλατεία Κλαυθμώνος, πιθανόν ρωσικής καταγωγής, μαζί με τα χρήματα και εν συνεχεία η συσκευή θα έφτανε στα χέρια μου. Εγώ γι αυτό το λόγο επικοινώνησα με την γυναίκα μου και της εξήγησα τη διαδικασία. Επειδή όμως εκείνη δεν μπορούσε να πάει στην Αθήνα, έδωσε τα χρήματα και το κινητό σε έναν μεταφορέα από την Κόρινθο ονόματι Κ.Β., όπως επίσης και τον αριθμό τηλεφώνου της αλλοδαπής που θα συναντούσε για να της παραδώσει τα πράγματα και εκείνος εν συνεχεία ανέλαβε να τα παραδώσει στην Αθήνα όπως και έκανε. Ακολούθως, και μετά από 2 μέρες, ο Κ. με φώναξε στο χώρο της αποθήκης και μου παρέδωσε το κινητό».
Ο 45χρονος φέρεται να ήταν από τους προνομιούχους της φυλακής, καθώς είχε πρόσβαση σε ό,τι ήθελε.
«Η αλήθεια είναι ότι, εντός της φυλακής, ό,τι κι αν χρειαζόμουν σε παροχές, όπως πάπλωμα, σόμπα, ελεύθερο επισκεπτήριο, ο Κ. με εξυπηρετούσε άμεσα με το ανάλογο αντίτιμο, έχοντας καταβάλει επιπλέον από όσα σας ανέφερα 500 ευρώ».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ανέφερε πως όταν ο αρχιφύλακας των φυλακών επέστρεψε από την αναρρωτική άδεια, τον φώναξε στο γραφείο του, ρωτώντας ευθέως σε ποιανού το «στρατόπεδο» ήταν.
«Περί τις αρχές Σεπτεμβρίου ο Ν. με φώναξε στο γραφείο του, παρουσία και του Υπαρχιφύλακα της φυλακής Π.Κ. και μου είπε χαρακτηριστικά: ”Θα σε ρωτήσω κάτι, και από την απάντησή σου θα εξαρτηθούν πολλά. Τι ονομασία έχει η βάρκα που είσαι μέσα;”, το οποίο σήμαινε πρακτικά ότι ήθελε να του κατονομάσω τα ονόματα των σωφρονιστικών των οποίων έχω πάρει το μέρος και υποστηρίζω. Εγώ τότε του απάντησα ότι η βάρκα λέγεται Ν., εννοώντας ότι είμαι με το μέρος του και αυτόν υποστηρίζω. Τότε ο Ν. μου είπε ότι οτιδήποτε χρειάζομαι και επιθυμώ να το λέω μόνο σε αυτόν και να εμπιστεύομαι μόνο εκείνον και τον Π.
Επίσης, μου είπε ο Ν. να μην ξαναδώσω ούτε ένα ευρώ σε άλλον σωφρονιστικό υπάλληλο και ότι εκείνος είναι ο αρχηγός».
Ωστόσο, κατά την κράτησή του στις φυλακές Κορίνθου πήρε διαζύγιο με τη σύζυγό του και έκανε αρκετούς μήνες να μιλήσει μαζί της, μέχρι τον Σεπτέμβρη, που τον επισκέφθηκε μαζί με τα παιδιά του, ενώ τα επισκεπτήρια συνεχίστηκαν και μετά, κατά τη διάρκεια των οποίων, μεταξύ άλλων, του ζήτησε να βρει έναν τρόπο να βγει από τη φυλακή, καθώς τον ζητούσε η κόρη του συνέχεια, ενώ, όπως υποστήριξε, το παιδί τού μιλούσε 2-3 φορές την ημέρα στο τηλέφωνο και έκλαιγε.
«Περί τις αρχές Νοέμβρη, νομίζω στις 3 του μηνός, αποφάσισα να πλησιάσω τον Κ.Δ., τον οποίο όπως σας ανέφερα και στην αρχή, γνώριζα καιρό και εμπιστευόμουν. Του είπα ότι ήμουν αποφασισμένος να αποδράσω από τη φυλακή και του ζήτησα να με βοηθήσει με το ανάλογο αντίτιμο.
Ο Κ., παρ’ όλα αυτά, δεν έδειχνε να ταράζεται αλλά μου είπε ότι είναι πολύ σοβαρό αυτό που του είπα, ότι θα έχω συνέπειες και να το ξανασκεφτώ. Εγώ του έδειξα ότι είμαι αποφασισμένος και τότε εκείνος μου απάντησε ότι αυτό θα πρέπει να το συζητήσει, καθώς δεν μπορεί να το κάνει μόνος του και θα πρέπει να πάρουν και άλλοι χρήματα, χωρίς όμως να μου αναφέρει ποιοι. Το επόμενο πρωινό, με φώναξε στο γραφείο του ο Αρχιφύλακας Ν.Κ. και όταν πήγα, αφού έδιωξε τον Υπαρχιφύλακα Π. που βρισκόταν εντός, μου είπε:
«Καλά δεν σου έχω πει να μην μιλάς με κανέναν, πλην εμένα για οτιδήποτε θες;». Έπειτα μου είπε να φύγω και να έχω το στόμα μου κλειστό. Εγώ δεν μπορούσα όμως να αποκλείσω τον Κ. και περίπου στις 9/11/2021, ο Κ. μου είπε ότι έχει κανονίσει τη δουλειά της απόδρασής μου και ότι όλη η δουλειά θα κοστίσει 60.000 ευρώ».
Η τελική συμφωνία για την απόδραση, όριζε να δοθεί αρχικά το ποσό των 30.000 ευρώ και στη συνέχεια τα υπόλοιπα.
«Μου είπε, ότι την Πέμπτη 11/11/2021 και μεταξύ των ωρών 12.00-13.00 το μεσημέρι, θα πρέπει να είναι η γυναίκα μου στην ταβέρνα «…» στο Βραχάτι. Θα βρίσκεται ένα αμάξι, χρώματος κόκκινου, μάρκας … και μόλις φτάσει να κορνάρει. Τότε εγώ μίλησα με τη γυναίκα μου και της είπε ότι έχω κανονίσει τη δουλειά που λέγαμε, εννοώντας την απόδρασή μου, της ανέφερα τι θα πρέπει αυτή να κάνει και τη ρώτησα αν θα πάει ή όχι στο ραντεβού. Η Α.Γ. αμέσως συμφώνησε και τότε εγώ της επέδειξα ένα σημείο, στο οποίο είχα αποκρύψει πριν τη σύλληψή μου το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ σε χαρτονομίσματα των 500 ευρώ. Ακολούθως, εγώ ενημέρωσα τον Κ. δια ζώσης και συμφωνήσαμε η δουλειά να γίνει την Πέμπτη 11/11/2021».
Η παράδοση των 30.000 ευρώ
Σύμφωνα με όσα υποστήριξε, η γυναίκα του παρέδωσε τα χρήματα σε έναν άντρα, σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
«Βγήκε ένας άντρας, ψηλός, φαλακρός, γεροδεμένος με κοντό μούσι και της είπε έλα μέσα, χωρίς τσάντα και κινητό παρά μόνο με τα χρήματα, όπως και έγινε. Η Α.Γ., όπως μου είπε αργότερα, εισήλθε στην οικία και του έδωσε τα χρήματα. Παρατήρησε δε όπως μου μετέφερε ότι ήταν εντελώς άδειο το σπίτι, δηλαδή φαινόταν μη κατοικήσιμο. Αφού πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή αποχώρησε η γυναίκα μου. Στις 14.00 ώρα περίπου, ήρθε ο Κ. στη φυλακή για υπηρεσία. Εγώ τότε ήμουν στον περίγυρο της φυλακής, δίπλα στο θυρωρείο και πραγματοποιούσα εξωτερικές εργασίες βαφής. Όταν έφτασε ο Κ., μπήκε στο θυρωρείο όπου βρισκόταν ήδη άλλος σωφρονιστικός υπάλληλος ονόματι Λ.Π. και ο Αρχιφύλακας Ν.Κ.
Αφού του πραγματοποιήθηκε ο τυπικός έλεγχος για την είσοδο του, έφυγε ο Κ. μαζί με τον Αρχιφύλακα Ν. για το γραφείο του δεύτερου που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο θυρωρείο και παρέμειναν εκεί για περίπου 20 λεπτά. Ακολούθως, ο Κ. βγήκε από το γραφείο του Ν. και κάθισε σε παγκάκι του περίγυρου, δίπλα από το σημείο που εργαζόμουν. Τότε ο Κ. μου είπε: «Μάγειρα, κάθισε λίγο να ξεκουραστείς» όπως και έκανα. Τότε ο Κ., φορώντας τη μάσκα του, και με κατεβασμένο το κεφάλι προς το έδαφος μου είπε χαμογελώντας: «Καλά να περάσεις, προσοχή μεγάλη. Μετά τις 15.00 που θα κατέβει ο Λ. κάτω, σηκώνεσαι όρθιος από εκεί που είσαι, γυρίζω την πλάτη μου και πατάς το μπουτόν».
Στις 14.45. της 11/11/2021, μπήκα μέσα στην φυλακή και από το καρτοτηλέφωνο τηλεφώνησα στη γυναίκα μου και της είπα ότι, μέχρι τις 15.30 θα πρέπει να έχε έρθει με αμάξι έξω από τη φυλακή. Τότε εκείνη μου είπε αν μπορούσε να έρθει λίγο αργότερα γιατί δεν είχε που να αφήσει τα παιδιά αλλά τότε εγώ της απάντησα να έρθει μαζί με τα παιδιά, γιατί δεν προλαβαίνουμε διαφορετικά. Επιπλέον, της είπα όταν φτάσει έξω από τη φυλακή, να μου κορνάρει δύο φορές. Αφού τελείωσε το τηλεφώνημα, μπήκα στο θυρωρείο για να πάρω έναν κουβά με χρώμα και συνέχισα την εργασία στον περίγυρο, περιμένοντας το σήμα της γυναίκας μου».
Η στιγμή της απόδρασης
«Στις 15.20-15.25 άκουσα κόρνα και είδα τη γυναίκα μου. Τότε εγώ παράτησα το πινέλο, σηκώθηκα από το παγκάκι που καθόμουν και κατευθύνθηκα προς το θυρωρείο. Όταν με είδε ο Κ. γύρισε επίτηδες την πλάτη του και έκανε πως κάτι ψάχνει στην ντουλάπα και τότε εγώ πάτησα τον μπουτόν και αφού άρχισε η εξωτερική πόρτα να ανοίγει, βγήκα κατευθείαν από αυτήν με κατεύθυνση προς το αυτοκίνητο. Όταν μπήκα στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου, γύρισα να κοιτάξω αν κάποιος με ακολούθησε και είδα στην είσοδο της φυλακής και πάνω στο πεζοδρόμιο τον Κ. να κοιτάει το δρόμο. Τότε εγώ μαζί με την Α.Γ. και τα δύο παιδιά που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, κατευθυνθήκαμε στον δρόμο για Επίδαυρο», αναφέρθηκε στο iefimerida.gr.